χαριστής

χαριστής
ο , χαρίστρια η тот, кто приносит дар; даритель, -ница

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χαριστής" в других словарях:

  • χαριστής — ο, Ν [χαρίζω, ομαι] 1. δωρητής 2. παροιμ. «ο χαριστής επέθανε και ο γιος του πάει στην Πόλη» δηλώνει ότι ο καιρός τών δωρεών έχει περάσει …   Dictionary of Greek

  • χαριστής — ο 1. αυτός που χαρίζει, δωρητής. 2. φρ., «Ο χαριστής απέθανε κι ο γιος του πάει στην Πόλη», πέρασε η εποχή των δωρεών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρίστιος — ον, Α 1. χαριστήριος* 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρίστια οικογενειακή γιορτή στους Ρωμαίους, τελούμενη στις 20 Φεβρουαρίου, κατά την οποία εξομαλύνονταν οι οικογενειακές έριδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι, μέσω ενός αμάρτυρου τ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»